- λαχίδα
- ηλωρίδα, μερίδιο καλλιεργήσιμου κτήματος, που προέρχεται συνήθως από διανομή μεταξύ αδελφών πατρικής περιουσίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ- (λαχαίνω) + κατάλ. -ίδα (πρβλ. κοπ-ίδα, μερ-ίδα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαχίδι — το [λαχίδα] υποκορ. τού λαχίδα … Dictionary of Greek